και πάλι, αποπροσανατολίζουν την κοινωνία, μιλώντας για οικονομικά συμφέροντα ενώ το πρόβλημα είναι τα παιδιά. Διαβάστε με τι ασχολείται η καθηγήτρια: 'Με το υπό ψήφιση σχέδιο νόμου «για τη δίκαιη δίκη και την εύλογη διάρκεια αυτής» (ΣχΝ για λόγους συντομίας), επέρχονται σημαντικές αλλαγές και στο οικογενειακό δίκαιο. Αρκετές υποθέσεις θα εκδικάζονται πλέον από το Μονομελές Πρωτοδικείο και όχι από το Πολυμελές, ενώ άλλες υποθέσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου μεταφέρονται στο εξής στην αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου.
Ειδικώς για το συναινετικό διαζύγιο, αυτό δεν θα εκδίδεται πλέον με δικαστική απόφαση που εκδίδεται μέχρι τώρα μετά από κοινή αίτηση των συζύγων, η οποία εκδικάζεται κατά την εκούσια (χωρίς αντιδικία) δικαιοδοσία. Το συναινετικό διαζύγιο θα απαγγέλλεται κατά το άρθρο 3 ΣχΝ με διάταξη του προέδρου πρωτοδικών, στον οποίο θα υποβάλλεται η έγγραφη συμφωνία των συζύγων ότι λύουν το γάμο τους. Σε σχέση με το προηγούμενο δίκαιο, δεν θα απαιτείται πλέον να δηλώσουν και πάλι οι σύζυγοι τη συμφωνία τους στο δικαστήριο μετά από διάστημα τουλάχιστον έξι μηνών.
Κατά την αιτιολογική έκθεση του ΣχΝ και τα σχόλια στο άρθρο 3 «Τροποποιείται το άρθρο 1438 ΑΚ και αναγνωρίζεται ως τρόπος επέλευσης του διαζυγίου, εκτός από την δικαστική απόφαση, και η κοινή συμφωνία των συζύγων. Με την προτεινόμενη τροποποίηση του άρθρου 1441 ΑΚ επιδιώκεται η έκδοση συναινετικού διαζυγίου με το ίδιο τρόπο που συστήθηκε ο γάμος, δηλαδή, με συμφωνία των συζύγων. Η σχετική συμφωνία, για την οποία είναι υποχρεωτική η παράσταση του ή των πληρεξουσίων δικηγόρων, υποβάλλεται στον πρόεδρο πρωτοδικών, ο οποίος αφού ελέγξει τη νομιμότητα των προϋποθέσεων επικυρώνει τις συμφωνίες-γονέων και κηρύσσει τη λύση του γάμου. Με τον τρόπο αυτόν επιπλέον καταργείται η χρονοβόρα έκδοση απόφασης συναινετικού διαζυγίου για την οποία απαιτούντο δύο (2) συζητήσεις που απείχαν τουλάχιστον έξι (6) μήνες μεταξύ τους, ενώ, όπως είναι γνωστό, σπανιότατα οι σύζυγοι δεν επιθυμούσαν τη δεύτερη συζήτηση, δηλαδή, τη διάζευξη».
Αξίζει να σημειωθεί ότι με την ίδια αιτιολογική έκθεση, στο γενικό της μέρος, αναφέρεται ότι «Ο γάμος προστατεύεται ως θεσμός, η δικαιοπολιτική του όμως βάση είναι η θέληση των συζύγων για συμβίωση και συνυπευθυνότητα. Επομένως, η συναινετική του λύση μπορεί να επιτευχθεί με κοινή δήλωση και συμφωνία των συζύγων προς το αρμόδιο ληξιαρχείο, αφού προηγουμένως ο Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου βεβαιώσει τις υπογραφές των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους».
Η αντινομία στην αιτιολογική έκθεση (πρόεδρος πρωτοδικών/ληξίαρχος) εξηγείται από το ότι στο προηγούμενο Σχέδιο Νόμου που είχε ανακοινωθεί επίσης πρόσφατα με τίτλο, Σχέδιο Νόμου «για την δίκαιη δίκη και την αντιμετώπιση φαινομένων αρνησιδικίας», δεν υπήρχε καθόλου ανάμιξη του Προέδρου Πρωτοδικών, αλλά προβλεπόταν μόνον η κοινή (υπάρχει συμφωνία που δεν είναι κοινή;) συμφωνία των συζύγων ως λόγος απαγγελίας του συναινετικού διαζυγίου, η οποία προφανώς έπρεπε να καταχωρηθεί στη συνέχεια στο ληξιαρχείο για την αλλαγή της οικογενειακής καταστάσεως.
Για το λόγο αυτό η αντίστοιχη αιτιολογική έκθεση προέβλεπε στο γενικό μέρος ότι "η συναινετική λυìση μπορεί να επιτευχθεί με κοινή δηìλωση και συμφωνìα των συζύγων προς το αρμόδιο ληξιαρχεìο, αφού προηγουμένως ο Πρόεεδρος του ∆ικηγορικού Συλλόγου βεβαιώσει τις υπογραφές των διαδìκων και των πληρεξουσìων δικηγόρων τους". Πάντως δεν δικαιολογείται προχειρότητα σε τόσο σοβαρά ζητήματα.
Η όλη ρύθμιση του τελικού ΣχΝ προξενεί εύλογες απορίες και δικαιολογεί ανησυχίες. Ας μου επιτραπεί καταρχάς να χρησιμοποιήσω δύο απλά παραδείγματα :
Οι σύζυγοι Α και Β αποφασίζουν να χωρίσουν και το ζητούν από το δικαστήριο στο οποίο υποβάλλουν τη συμφωνία τους. Το δικαστήριο αναβάλλει την έκδοση της αποφάσεως και τους ζητεί να το ξανασκεφτούν. Πράγματι, ο ένας από τους δύο μετανιώνει και δεν παρουσιάζεται ξανά στο δικαστήριο. Με το ισχύον δίκαιο, διαζύγιο δεν εκδίδεται. Με το υπό ψήφιση, εκδίδεται αμέσως. Δεύτερο παράδειγμα: Οι σύζυγοι Α και Β παρουσιάζονται δύο φορές στο δικαστήριο, όπου και δηλώνουν την πρόθεσή τους να χωρίσουν. Το διαζύγιο εκδίδεται με δικαστική απόφαση. Στη συνέχεια όμως ο ένας από τους δύο ισχυρίζεται ότι όταν συγκατένευσε, δεν αποφάσισε ελεύθερα, αλλά πιέσθηκε από τον άλλον. Έχει δικαίωμα, με το ισχύον δίκαιο, προσβάλλοντας με έφεση την απόφαση, να προτείνει το παράπονό του. Εάν το Εφετείο πεισθεί, διαζύγιο δεν εκδίδεται τελικώς.
Με το υπό ψήφιση νομοσχέδιο, δεν υπάρχει δικαίωμα για έφεση και ο καθένας πρέπει να «υποστεί» το διαζύγιο.
Ι. Κατά το ισχύον άρθρο 1438 εδ. 2 του Αστικού μας Κώδικα (ΑΚ) το διαζύγιο απαγγέλλεται με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, εφόσον ισχύουν οι προϋποθέσεις που ακολουθούν. Ως λόγος διαζυγίου αναγνωρίζεται και η συμφωνία των συζύγων, αλλά και πάλι απαιτείται ο ίδιος και συγχρόνως υψηλότερος βαθμός ωριμότητας της αποφάσεως, δηλ. το αμετάκλητο, βεβαίως μετά από διαδικασία χωρίς αντιδικία. Η επιλογή αυτή δεν είναι τυχαία, διότι καθιερώνει πανηγυρικά την αρχή της λύσης του γάμου (εκτός από το θάνατο) αποκλειστικώς με δικαστική απόφαση.
Η τελευταία αρχή που ισχύει στα περισσότερα σύγχρονα δίκαια, εκφράζει την άποψη ότι ο γάμος δεν αποτελεί μια κοινή σύμβαση που μπορεί να λύεται οποτεδήποτε με πρωτοβουλία των μερών της. Αν ο γάμος θα λύεται με δικαστική απόφαση, αυτό αποδεικνύει ότι λόγο στην υπόθεση του γάμου και της λύσης του έχει και η Πολιτεία, αφού εξακολουθεί να στηρίζεται στην οικογένεια όχι η οικονομία της, αλλά η κοινωνική της συνοχή. Επομένως κατάργηση μερική ή ολική της αρχής αυτής υποβαθμίζει την ίδια την οικογένεια.
ΙΙ. Θα μπορούσε να αντιταχθεί στα παραπάνω ότι τελικώς, δεν φεύγει το συναινετικό διαζύγιο από το δικαστήριο αφού θα εκδίδεται με διάταξη του Προέδρου Πρωτοδικών. Η ρύθμιση είναι όντως καλύτερη από την αντίστοιχη του προηγούμενου νομοσχεδίου, που απέκλειε οποιαδήποτε ανάμιξη του δικαστηρίου. Εντούτοις η αυστηρή διάζευξη της διατυπώσεως «αμετάκλητη δικαστική απόφαση (εννοεί πλέον μόνον την αντιδικία) ή διάταξη», φανερώνει την πρόθεση του νομοθέτη να μην αποτελεί η «διάταξη» δικαστική απόφαση και κυρίως να μην υπόκειται σε ένδικα μέσα.
Μέχρι σήμερα, υπάρχουν δύο εγγυήσεις που αφήνουν περιθώρια μεταμέλειας στους συζύγους. Το πρώτο είναι το ότι οι σύζυγοι πρέπει να δηλώσουν στο δικαστήριο και πάλι την πρόθεσή τους να χωρίσουν, σε συνεδρίαση που απέχει έξι τουλάχιστον μήνες από την πρώτη. Αυτή η δυνατότητα καταργείται πλέον σαφώς, αφού δεν απαιτείται για την έκδοση του διαζυγίου. Ακόμη και αν «σπανιότατα» όπως αναφέρει η αιτιολογική έκθεση υπαναχωρούν οι σύζυγοι, πάλι είναι χρήσιμη η επανάληψη: Δείχνει ότι η βούληση διαζεύξεως είναι σοβαρή και προέρχεται από ώριμη σκέψη, τουλάχιστον ωριμότερη από το αν δηλωθεί η συμφωνία μία φορά.
Η δεύτερη υπό κατάργηση εγγύηση που υπάρχει σήμερα και απορρέει άμεσα από την απαγγελία του διαζυγίου με δικαστική απόφαση, είναι η δυνατότητα του καθενός συζύγου να δηλώσει ότι άλλαξε γνώμη, ασκώντας ένδικο μέσο και κυρίως έφεση. Το ίδιο θα πράξει και αν ισχυρίζεται ότι η συγκατάθεσή του δεν ήταν προϊόν ελεύθερης αποφάσεως, αλλά ότι πλανήθηκε, απειλήθηκε ή εξαπατήθηκε. Εάν πάλι οι σύζυγοι είναι τόσο σίγουροι για την απόφασή τους, μπορούν να παραιτηθούν από την άσκηση των ενδίκων μέσων και η απόφαση διαζυγίου να γίνει αμετάκλητη πολύ ενωρίτερα. Ας σημειωθεί ότι με το αμετάκλητο συνδέονται ζητήματα πολύ σημαντικά, λ.χ. το να θεωρηθεί ότι έχει γεννηθεί σε γάμο ένα τέκνο που έρχεται στον κόσμο μέσα σε ορισμένες ημέρες μετά από το αμετάκλητο.
ΙΙΙ. Η αιτιολογική έκθεση ισχυρίζεται ότι με τη νέα ρύθμιση επιδιώκεται η λύση με τον ίδιο τρόπο που συστήθηκε ο γάμος δηλ. με συμφωνία. Αυτό είναι ανακριβές. Η συμφωνία των μελλονύμφων είναι βεβαίως κεφαλαιώδους σημασίας για τη σύναψη του γάμου, αφού ο γάμος πρέπει να βασίζεται στην εντελώς ελεύθερη συμμετοχή τους σε αυτόν. Για να τονισθεί όμως η σημασία του συνταγματικώς (άρθρο 21§ 1 Συντ) άλλωστε προστατευόμενου γάμου ως θεσμού, η Πολιτεία προβλέπει πανηγυρικό τρόπο συνάψεως με ιερολογία ή δήλωση ενώπιον του αρμοδίου δημάρχου. Επομένως δεν αρκεί η συμφωνία. Αντίστοιχη με τη σοβαρότητα συνάψεως πρέπει να είναι και η λύση του γάμου, για την οποία η δικαστική απόφαση είναι απαραίτητη. Το πόσο σημαντική είναι η λύση, φαίνεται και με τη σύγκριση του γάμου με το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης, το οποίο δεν αποτελεί γάμο. Το σύμφωνο λύεται και μονομερώς, με δήλωση του ενός μόνον συντρόφου ή με συμφωνία, χωρίς δικαστική απόφαση. Εάν ούτε για το γάμο απαιτείται απόφαση, ο γάμος αρχίζει να «προσομοιάζει» προς το σύμφωνο.
ΙV. Η προστασία του γάμου και της οικογένειας επιβάλλει την αντιμετώπιση της λύσης του γάμου με ιδιαίτερο σεβασμό και χωρίς παλινωδίες. Όχι διαζύγια δύο ταχυτήτων, αλλά ενιαία λύση του γάμου με δικαστική απόφαση, που να παρέχει όλα τα εχέγγυα ελέγχου και της αντιδικίας, αλλά και της εξίσου σημαντικής συμφωνίας. Επομένως και το συναινετικό δικαστήριο ας παραμείνει στο φυσικό του χώρο, το δικαστήριο.
Η κυρία Ρόη Δ. Παντελίδου είναι καθηγήτρια του Αστικού Δικαίου στο Τμήμα Νομικής του Δ.Π.Θράκης. http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=442598#.TzeDYH-vyBw.facebook
Ειδικώς για το συναινετικό διαζύγιο, αυτό δεν θα εκδίδεται πλέον με δικαστική απόφαση που εκδίδεται μέχρι τώρα μετά από κοινή αίτηση των συζύγων, η οποία εκδικάζεται κατά την εκούσια (χωρίς αντιδικία) δικαιοδοσία. Το συναινετικό διαζύγιο θα απαγγέλλεται κατά το άρθρο 3 ΣχΝ με διάταξη του προέδρου πρωτοδικών, στον οποίο θα υποβάλλεται η έγγραφη συμφωνία των συζύγων ότι λύουν το γάμο τους. Σε σχέση με το προηγούμενο δίκαιο, δεν θα απαιτείται πλέον να δηλώσουν και πάλι οι σύζυγοι τη συμφωνία τους στο δικαστήριο μετά από διάστημα τουλάχιστον έξι μηνών.
Κατά την αιτιολογική έκθεση του ΣχΝ και τα σχόλια στο άρθρο 3 «Τροποποιείται το άρθρο 1438 ΑΚ και αναγνωρίζεται ως τρόπος επέλευσης του διαζυγίου, εκτός από την δικαστική απόφαση, και η κοινή συμφωνία των συζύγων. Με την προτεινόμενη τροποποίηση του άρθρου 1441 ΑΚ επιδιώκεται η έκδοση συναινετικού διαζυγίου με το ίδιο τρόπο που συστήθηκε ο γάμος, δηλαδή, με συμφωνία των συζύγων. Η σχετική συμφωνία, για την οποία είναι υποχρεωτική η παράσταση του ή των πληρεξουσίων δικηγόρων, υποβάλλεται στον πρόεδρο πρωτοδικών, ο οποίος αφού ελέγξει τη νομιμότητα των προϋποθέσεων επικυρώνει τις συμφωνίες-γονέων και κηρύσσει τη λύση του γάμου. Με τον τρόπο αυτόν επιπλέον καταργείται η χρονοβόρα έκδοση απόφασης συναινετικού διαζυγίου για την οποία απαιτούντο δύο (2) συζητήσεις που απείχαν τουλάχιστον έξι (6) μήνες μεταξύ τους, ενώ, όπως είναι γνωστό, σπανιότατα οι σύζυγοι δεν επιθυμούσαν τη δεύτερη συζήτηση, δηλαδή, τη διάζευξη».
Αξίζει να σημειωθεί ότι με την ίδια αιτιολογική έκθεση, στο γενικό της μέρος, αναφέρεται ότι «Ο γάμος προστατεύεται ως θεσμός, η δικαιοπολιτική του όμως βάση είναι η θέληση των συζύγων για συμβίωση και συνυπευθυνότητα. Επομένως, η συναινετική του λύση μπορεί να επιτευχθεί με κοινή δήλωση και συμφωνία των συζύγων προς το αρμόδιο ληξιαρχείο, αφού προηγουμένως ο Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου βεβαιώσει τις υπογραφές των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους».
Η αντινομία στην αιτιολογική έκθεση (πρόεδρος πρωτοδικών/ληξίαρχος) εξηγείται από το ότι στο προηγούμενο Σχέδιο Νόμου που είχε ανακοινωθεί επίσης πρόσφατα με τίτλο, Σχέδιο Νόμου «για την δίκαιη δίκη και την αντιμετώπιση φαινομένων αρνησιδικίας», δεν υπήρχε καθόλου ανάμιξη του Προέδρου Πρωτοδικών, αλλά προβλεπόταν μόνον η κοινή (υπάρχει συμφωνία που δεν είναι κοινή;) συμφωνία των συζύγων ως λόγος απαγγελίας του συναινετικού διαζυγίου, η οποία προφανώς έπρεπε να καταχωρηθεί στη συνέχεια στο ληξιαρχείο για την αλλαγή της οικογενειακής καταστάσεως.
Για το λόγο αυτό η αντίστοιχη αιτιολογική έκθεση προέβλεπε στο γενικό μέρος ότι "η συναινετική λυìση μπορεί να επιτευχθεί με κοινή δηìλωση και συμφωνìα των συζύγων προς το αρμόδιο ληξιαρχεìο, αφού προηγουμένως ο Πρόεεδρος του ∆ικηγορικού Συλλόγου βεβαιώσει τις υπογραφές των διαδìκων και των πληρεξουσìων δικηγόρων τους". Πάντως δεν δικαιολογείται προχειρότητα σε τόσο σοβαρά ζητήματα.
Η όλη ρύθμιση του τελικού ΣχΝ προξενεί εύλογες απορίες και δικαιολογεί ανησυχίες. Ας μου επιτραπεί καταρχάς να χρησιμοποιήσω δύο απλά παραδείγματα :
Οι σύζυγοι Α και Β αποφασίζουν να χωρίσουν και το ζητούν από το δικαστήριο στο οποίο υποβάλλουν τη συμφωνία τους. Το δικαστήριο αναβάλλει την έκδοση της αποφάσεως και τους ζητεί να το ξανασκεφτούν. Πράγματι, ο ένας από τους δύο μετανιώνει και δεν παρουσιάζεται ξανά στο δικαστήριο. Με το ισχύον δίκαιο, διαζύγιο δεν εκδίδεται. Με το υπό ψήφιση, εκδίδεται αμέσως. Δεύτερο παράδειγμα: Οι σύζυγοι Α και Β παρουσιάζονται δύο φορές στο δικαστήριο, όπου και δηλώνουν την πρόθεσή τους να χωρίσουν. Το διαζύγιο εκδίδεται με δικαστική απόφαση. Στη συνέχεια όμως ο ένας από τους δύο ισχυρίζεται ότι όταν συγκατένευσε, δεν αποφάσισε ελεύθερα, αλλά πιέσθηκε από τον άλλον. Έχει δικαίωμα, με το ισχύον δίκαιο, προσβάλλοντας με έφεση την απόφαση, να προτείνει το παράπονό του. Εάν το Εφετείο πεισθεί, διαζύγιο δεν εκδίδεται τελικώς.
Με το υπό ψήφιση νομοσχέδιο, δεν υπάρχει δικαίωμα για έφεση και ο καθένας πρέπει να «υποστεί» το διαζύγιο.
Ι. Κατά το ισχύον άρθρο 1438 εδ. 2 του Αστικού μας Κώδικα (ΑΚ) το διαζύγιο απαγγέλλεται με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, εφόσον ισχύουν οι προϋποθέσεις που ακολουθούν. Ως λόγος διαζυγίου αναγνωρίζεται και η συμφωνία των συζύγων, αλλά και πάλι απαιτείται ο ίδιος και συγχρόνως υψηλότερος βαθμός ωριμότητας της αποφάσεως, δηλ. το αμετάκλητο, βεβαίως μετά από διαδικασία χωρίς αντιδικία. Η επιλογή αυτή δεν είναι τυχαία, διότι καθιερώνει πανηγυρικά την αρχή της λύσης του γάμου (εκτός από το θάνατο) αποκλειστικώς με δικαστική απόφαση.
Η τελευταία αρχή που ισχύει στα περισσότερα σύγχρονα δίκαια, εκφράζει την άποψη ότι ο γάμος δεν αποτελεί μια κοινή σύμβαση που μπορεί να λύεται οποτεδήποτε με πρωτοβουλία των μερών της. Αν ο γάμος θα λύεται με δικαστική απόφαση, αυτό αποδεικνύει ότι λόγο στην υπόθεση του γάμου και της λύσης του έχει και η Πολιτεία, αφού εξακολουθεί να στηρίζεται στην οικογένεια όχι η οικονομία της, αλλά η κοινωνική της συνοχή. Επομένως κατάργηση μερική ή ολική της αρχής αυτής υποβαθμίζει την ίδια την οικογένεια.
ΙΙ. Θα μπορούσε να αντιταχθεί στα παραπάνω ότι τελικώς, δεν φεύγει το συναινετικό διαζύγιο από το δικαστήριο αφού θα εκδίδεται με διάταξη του Προέδρου Πρωτοδικών. Η ρύθμιση είναι όντως καλύτερη από την αντίστοιχη του προηγούμενου νομοσχεδίου, που απέκλειε οποιαδήποτε ανάμιξη του δικαστηρίου. Εντούτοις η αυστηρή διάζευξη της διατυπώσεως «αμετάκλητη δικαστική απόφαση (εννοεί πλέον μόνον την αντιδικία) ή διάταξη», φανερώνει την πρόθεση του νομοθέτη να μην αποτελεί η «διάταξη» δικαστική απόφαση και κυρίως να μην υπόκειται σε ένδικα μέσα.
Μέχρι σήμερα, υπάρχουν δύο εγγυήσεις που αφήνουν περιθώρια μεταμέλειας στους συζύγους. Το πρώτο είναι το ότι οι σύζυγοι πρέπει να δηλώσουν στο δικαστήριο και πάλι την πρόθεσή τους να χωρίσουν, σε συνεδρίαση που απέχει έξι τουλάχιστον μήνες από την πρώτη. Αυτή η δυνατότητα καταργείται πλέον σαφώς, αφού δεν απαιτείται για την έκδοση του διαζυγίου. Ακόμη και αν «σπανιότατα» όπως αναφέρει η αιτιολογική έκθεση υπαναχωρούν οι σύζυγοι, πάλι είναι χρήσιμη η επανάληψη: Δείχνει ότι η βούληση διαζεύξεως είναι σοβαρή και προέρχεται από ώριμη σκέψη, τουλάχιστον ωριμότερη από το αν δηλωθεί η συμφωνία μία φορά.
Η δεύτερη υπό κατάργηση εγγύηση που υπάρχει σήμερα και απορρέει άμεσα από την απαγγελία του διαζυγίου με δικαστική απόφαση, είναι η δυνατότητα του καθενός συζύγου να δηλώσει ότι άλλαξε γνώμη, ασκώντας ένδικο μέσο και κυρίως έφεση. Το ίδιο θα πράξει και αν ισχυρίζεται ότι η συγκατάθεσή του δεν ήταν προϊόν ελεύθερης αποφάσεως, αλλά ότι πλανήθηκε, απειλήθηκε ή εξαπατήθηκε. Εάν πάλι οι σύζυγοι είναι τόσο σίγουροι για την απόφασή τους, μπορούν να παραιτηθούν από την άσκηση των ενδίκων μέσων και η απόφαση διαζυγίου να γίνει αμετάκλητη πολύ ενωρίτερα. Ας σημειωθεί ότι με το αμετάκλητο συνδέονται ζητήματα πολύ σημαντικά, λ.χ. το να θεωρηθεί ότι έχει γεννηθεί σε γάμο ένα τέκνο που έρχεται στον κόσμο μέσα σε ορισμένες ημέρες μετά από το αμετάκλητο.
ΙΙΙ. Η αιτιολογική έκθεση ισχυρίζεται ότι με τη νέα ρύθμιση επιδιώκεται η λύση με τον ίδιο τρόπο που συστήθηκε ο γάμος δηλ. με συμφωνία. Αυτό είναι ανακριβές. Η συμφωνία των μελλονύμφων είναι βεβαίως κεφαλαιώδους σημασίας για τη σύναψη του γάμου, αφού ο γάμος πρέπει να βασίζεται στην εντελώς ελεύθερη συμμετοχή τους σε αυτόν. Για να τονισθεί όμως η σημασία του συνταγματικώς (άρθρο 21§ 1 Συντ) άλλωστε προστατευόμενου γάμου ως θεσμού, η Πολιτεία προβλέπει πανηγυρικό τρόπο συνάψεως με ιερολογία ή δήλωση ενώπιον του αρμοδίου δημάρχου. Επομένως δεν αρκεί η συμφωνία. Αντίστοιχη με τη σοβαρότητα συνάψεως πρέπει να είναι και η λύση του γάμου, για την οποία η δικαστική απόφαση είναι απαραίτητη. Το πόσο σημαντική είναι η λύση, φαίνεται και με τη σύγκριση του γάμου με το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης, το οποίο δεν αποτελεί γάμο. Το σύμφωνο λύεται και μονομερώς, με δήλωση του ενός μόνον συντρόφου ή με συμφωνία, χωρίς δικαστική απόφαση. Εάν ούτε για το γάμο απαιτείται απόφαση, ο γάμος αρχίζει να «προσομοιάζει» προς το σύμφωνο.
ΙV. Η προστασία του γάμου και της οικογένειας επιβάλλει την αντιμετώπιση της λύσης του γάμου με ιδιαίτερο σεβασμό και χωρίς παλινωδίες. Όχι διαζύγια δύο ταχυτήτων, αλλά ενιαία λύση του γάμου με δικαστική απόφαση, που να παρέχει όλα τα εχέγγυα ελέγχου και της αντιδικίας, αλλά και της εξίσου σημαντικής συμφωνίας. Επομένως και το συναινετικό δικαστήριο ας παραμείνει στο φυσικό του χώρο, το δικαστήριο.
Η κυρία Ρόη Δ. Παντελίδου είναι καθηγήτρια του Αστικού Δικαίου στο Τμήμα Νομικής του Δ.Π.Θράκης. http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=442598#.TzeDYH-vyBw.facebook
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου